ελάφιον

ελάφιον
το см. ελαφάκι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ελάφιον" в других словарях:

  • ελάφιον — ἐλάφιον, το (AM) ελαφάκι …   Dictionary of Greek

  • ἐλάφιον — neut nom/voc/acc sg ἐλάφιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλάφιον — Ἐλάφιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφίου — ἐλάφιον neut gen sg ἐλάφιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφίων — ἐλάφιον neut gen pl ἐλάφιος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφίῳ — ἐλάφιον neut dat sg ἐλάφιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάφια — ἐλάφιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Coligny calendar — Overview of the re assembled tablet Detail of Mid Samonios The …   Wikipedia

  • ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… …   Dictionary of Greek

  • θηράφιον — θηράφιον, τὸ (Α) (για έντομα) υποκορ. τού θηρίον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήρα, + υποκορ. κατάλ. αφιον (πρβλ. ελάφιον < έλαφος)] …   Dictionary of Greek

  • ωλάφιον — Α (αττ. τ.) κράση αντί ὦ ἐλάφιον …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»