ελάφιον
Смотреть что такое "ελάφιον" в других словарях:
ελάφιον — ἐλάφιον, το (AM) ελαφάκι … Dictionary of Greek
ἐλάφιον — neut nom/voc/acc sg ἐλάφιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλάφιον — Ἐλάφιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφίου — ἐλάφιον neut gen sg ἐλάφιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφίων — ἐλάφιον neut gen pl ἐλάφιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφίῳ — ἐλάφιον neut dat sg ἐλάφιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλάφια — ἐλάφιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Coligny calendar — Overview of the re assembled tablet Detail of Mid Samonios The … Wikipedia
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek
θηράφιον — θηράφιον, τὸ (Α) (για έντομα) υποκορ. τού θηρίον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήρα, + υποκορ. κατάλ. αφιον (πρβλ. ελάφιον < έλαφος)] … Dictionary of Greek
ωλάφιον — Α (αττ. τ.) κράση αντί ὦ ἐλάφιον … Dictionary of Greek